Χάντσον, Χένρι

Χάντσον, Χένρι
(Hudson, ;1550 – Κόλπος Χάντσον 1611). Άγγλος εξερευνητής. Επιφορτισμένος από μια εμπορική αγγλική εταιρεία ξεκίνησε το 1607 σε αναζήτηση διόδου μεταξύ βόρειου Ατλαντικού και βόρειου Ειρηνικού, φτάνοντας πέρα από τις 80° βόρειου πλάτους, χωρίς να επιτύχει στον σκοπό του. Σε μια ανάλογη άκαρπη προσπάθεια, το επόμενο έτος, περιέπλευσε τη Σιβηρία και έφτασε στη Νόβαγια Ζεμλιά. Το 1609 για λογαριασμό της Ολλανδικής Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών αναζήτησε και πάλι βορειοανατολική δίοδο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. Αποκλεισμένος από τους πάγους στράφηκε προς τα δυτικά χαρτογραφώντας τις ακτές της Νέας Σκοτίας, της Μέιν, της Μασαχουσέτης, του Κονέκτικατ και ανεβαίνοντας τον ποταμό που πήρε την ονομασία του από αυτόν. Το 1610 επιφορτίστηκε από μια εμπορική εταιρεία του Λονδίνου να αναζητήσει τη βορειοδυτική δίοδο. Απέπλευσε στις 17 Απριλίου με το πλοίο Ντισκόβερι και αφού περιέπλευσε τις ακτές του Λαμπραντόρ μπήκε στον κόλπο Ουνγκάβα και ύστερα στον σημερινό πορθμό Χάντσον και αφού παρέκαψε το ακρωτήριο Γουόλστελχομ, προχώρησε έως τον κόλπο που έμελλε να πάρει το όνομά του. Στον κόλπο Τζέιμς αναγκάστηκε από τους πάγους να σταματήσει και να διαχειμάσει από τον Οκτώβριο 1610 έως τον Ιούνιο του 1611. Κατά την επιστροφή το πλήρωμα στασίασε και τον εγκατέλειψε με λίγους άνδρες που του έμειναν πιστοί. Στον X. οφείλεται η χαρτογράφηση, με αξιοσημείωτη ακρίβεια, μεγάλου μέρους του βόρειου Ατλαντικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τζέιμς, Χένρι — (James, Νέα Υόρκη 1843 – Λονδίνο 1916). Αμερικανός συγγραφέας, αδελφός του φιλόσοφου Γουίλιαμ Τζέιμς. Η περιουσία που είχε συγκεντρώσει ο παππούς από τον πατέρα του, ιρλανδικής καταγωγής, του επέτρεψε άνετη ζωή. Σπούδασε στην Ευρώπη όπου έμεινε… …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Βορειοδυτικά Εδάφη — (Northwest Territories). Διοικητική περιφέρεια (1.346.106 τ. χλμ., 40.900 κάτ. το 2001) της Ομοσπονδίας του Καναδά, στα ΒΔ της χώρας. Χωρίζεται σε τρία διοικητικά διαμερίσματα (Μακένζι, Κιουέτιν και Φράνκλιν), με πρωτεούσα το Γελοουνάιφ. Η… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Λάνκαστερ, Τζέιμς — (James Lancaster, 1555 – 1618). Άγγλος θαλασσοπόρος. Ήταν ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους που διέπλευσαν τον Ινδικό ωκεανό. Το 1601, ο Λ. πραγματοποίησε το πρώτο ταξίδι για λογαριασμό της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Το 1616 συνόδευσε τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”